υδράση

υδράση
η, Ν
(βιοχ.) συν. στον πληθ. οι υδράσες
γενική ονομασία ενζύμων τα οποία προκαλούν διασπάσεις με πρόσληψη νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrase (< υδρ[ο]-* + κατάλ. τής χημικής ορολογίας -άση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”